Η γεωμετρία των αισθημάτων

Πως να γράψει κανείς για τη φύση, πώς να μιλήσει για τους ανθρώπους, πώς να εκφράσει τη γοητεία που του ασκεί η τέχνη όταν ο λυρισμός έχει πεθάνει κι η ποίηση μοιάζει να έχει εξαντλήσει όλους τους δυνατούς ακροβατισμούς της τεχνικής προκειμένου να αγγίξει τις κορεσμένες και κουρασμένες μας αισθήσεις; Με τα δύο μικρά της βιβλία, την περσινή νουβέλα «Πλάι στο ποτάμι» και τη σημερινή διηγηματογραφική συλλογή «Εκπαιδευτής γρύλων» (Κ. Μ. Ζαχαράκης, σελ. 105), η Ειρήνη Κίτσιου δείχνει ότι ακόμα και αν βρίσκονται κρυμμένα σε μεγάλο βάθος, τα λογοτεχνικά κοιτάσματα όντως υπάρχουν καλώντας διαρκώς την αναγνωστική σκαπάνη μας να εξορύξει το πολύτιμο μέταλλό τους. Διότι αυτή η καινούργια (αν και όχι νέα στα χρόνια) πεζογράφος καταφέρνει να ξαναβάλει στο παιχνίδι τη νοσταλγία γι’ αυτό το τίποτε και το όλον που ζούμε – για την εντέλεια του κτίσματος της φύσης, για τη φρεσκάδα της παιδικής και της εφηβικής προσμονής, για την καθησυχαστική επανάληψη της οικογενειακής παράδοσης, για τη σοφή βαρύτητα της λογικής, για την ανεπίληπτη αρμονία της βουκολικής Αρκαδίας, για την ελκυστική στιλπνότητα της φλαμανδικής ζωγραφικής, κι ακόμα για την κάθε είδους μπαρόκ, ρομαντική και ροκ μουσική που σε κάθε περίσταση ποικίλει τον χρόνο και ευφραίνει την καρδιά μας. Μέσα στα μικροσκοπικά είκοσι έξι διηγήματά της, η Ειρήνη Κίτσιου κατορθώνει με άλλα λόγια να εκφράσει τον πόθο που όλοι νιώσαμε και δεν γνωρίζουμε τι να τον κάνουμε, πώς να τον διοχετεύσουμε και πού, γι’ αυτό και τον καταχωνιάσαμε σε απροσπέλαστες κρυφές μεριές για να μην μας τρελάνει.

Παίρνω ένα διήγημα στην τύχη, το «Κρυφό πέρασμα»: Βαθιά νοσταλγία του δάσους όλο τον χειμώνα. Η έλλειψή του σου σπαράζει την καρδιά. Και να που επιτέλους βρίσκεσαι «στην κεντρική του ιδέα». Παρατηρείς τα πάντα με λαχτάρα, περπατάς θαυμάζοντας το πράσινο σ’ όλες τις αποχρώσεις, το πέταγμα των πουλιών που σε τρελαίνει. Κι όταν η κούραση σε καθηλώνει στο κέντρο του ονειρεμένου αυτού παραδείσου, τότε παύεις να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτόν. Τίποτα δεν είναι τόσο συνταρακτικό όσο το φαντάστηκες. «Μήπως τελικά η ομορφιά της φύσης έγκειται μόνο στο γεγονός ότι μας υπόσχεται πολύ περισσότερα απ’ αυτό που πραγματικά είναι;». Αποξένωση, μελαγχολία. Η πεζογραφία της Κίτσιου συλλαμβάνει τη δυσδιάκριτη τομή ανάμεσα στα αντικείμενα και στην απεικόνισή τους, ανάμεσα στη συγκλονιστική λαχτάρα γι’ αυτά και στην αφηρημένη ιδέα της λαχτάρας. Ολα μοιάζουν συναρπαστικά, μόνο που μόλις τ’ αγγίξουμε, διαλύονται. Η φύση; Ιδανική μες στην υπέροχη εντέλεια της μορφής της, αλλ’ απελπιστικά αδιάφορη απέναντί μας – χωρίς όρια και χωρίς περιορισμούς. Πολύ δύσκολο να χωρέσουμε μέσα μας το μέγεθός της. Ανακαλύπτουμε έτσι, ή καλύτερα επινοούμε το κρυφό πέρασμα, το διάσελο -όχι ανάμεσα στα πανύψηλα βουνά αλλά- ανάμεσα στο απέραντο και άμετρο φυσικό από τη μια, και στο περιορισμένο του έντεχνου από την άλλη, κι ας είναι κι αυτό ασύλληπτο όπως λόγου χάρη η μουσική του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ. Δεν μας πειράζει καθώς ο ανθρώπινος παράγοντας που τη δημιουργεί, μας συντροφεύει.

Η Ειρήνη Κίτσιου ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στο άμεσο σκίρτημα της αισθαντικότητας και στην πιο αδυσώπητη εγκεφαλική καχυποψία. Ξέρει να κερδίζει τη δύσκολη αρμονία ανάμεσα στη σκληρή αθωότητα της φύσης και τη φιλεύσπλαχνη ανθρώπινη σοφία. Η έκφραση «Να, όμως, που τώρα, είμαι επιτέλους εδώ στην κεντρική ιδέα του δάσους» ακούγεται συγκλονιστική καθώς εμπεριέχει ταυτόχρονα το ποθητό αντικείμενο και την αδυναμία της απόκτησής του, συνιστώντας μια φράση κιβωτό – το ίδιο το καλούπι του ανθρώπινου πόθου. Περιέργεια, νοσταλγία, ποίηση, τρυφερότητα, έκσταση και αποτύπωσή της γεωμετρίας των ανθρώπινων αισθημάτων με τη βοήθεια της γλώσσας. Με τα δυο της βιβλιαράκια η Κίτσιου έχει ήδη διαμορφώσει μια αναγνωρίσιμη συγγραφική φυσιογνωμία. Η έκφραση της διαθέτει βαρύτητα, πυκνότητα, είναι θα έλεγα κρουστή. Η γοητεία των κειμένων της στηρίζεται στη μυστική διασταύρωση ανάμεσα στο ισχυρό βίωμα που απορρέει από την ορεσίβια φυσική ζωή και στη σκληρή μαθητεία σε μια απαιτητικότατη πνευματική δοκιμασία. Οι υποβλητικοί όγκοι της Πίνδου, της Τύμφης και οι ορμητικές πηγές του Αώου ποταμού από τη μια, η Εμιλι Ντίκινσον, ο Χέλντερλιν, ο Ρωμαίος ρήτορας Αιλιανός, ο Ε. Χ. Γονατάς και ο Σόρεν Κίργκεγκαρ, διατρανώνουν την πίστη μας ότι η λογοτεχνία ανανεώνει τον κόσμο αντικρίζοντάς τον μ’ ένα καινούργιο βλέμμα.

Ελισάβετ Κοτζία, Διακρίνοντας – Καθημερινή της Κυριακής 1/6/08