Με άδεια σκέψη και αδρανείς αισθήσεις υπάκουσε στην πατρική ακρισία και γελοιότητα. Ο κομμουνιστής πατέρας τον έδιωξε χωρίς προβληματισμό, ο κομμουνιστής φίλος επροβληματίζετο πώς να τον συνδράμει, και ο μη κομμουνιστής καλύτερος φίλος πώς να τον αποφύγει.
Προς το παρόν όμως το κρύο και η πείνα έσφιγγαν το στομάχι του Αριστοκλή, και έπρεπε να βρει κατάλυμα και δυο μπουκιές ψωμί. Στις τσέπες του είχε δυο τρία κέρματα, τρία τέσσερα χύμα Ματσάγκος, ένα μαντήλι και τον αναπτήρα· τα σχολικά βιβλία, τα ρούχα και τα παπούτσια, έμειναν πίσω.

Ο μαστρο-Κοσμάς και το κομμουνιστικό αλάθητο
με την επαρχιώτικη έπαρση, είχε μόλις μεταφέρει
την βαρβαρότητα από το λασποχώρι
της νησιώτικης βουνοπλαγιάς στην Αθήνα…