Η πορεία ζωής της Έμμας, μιας γυναίκας δυναμικής και γοητευτικής, που διοικεί τον πρώτο και μοναδικό οίκο μόδας στην Αθήνα τα χρόνια του εμφυλίου, αποσπώντας θριαμβευτικές κριτικές από τον ελληνικό και ξένο Τύπο.

Όταν, μετά από τόσα χρόνια, η σκέψη μου γυρίζει πίσω, νιώθω ακόμα τη μυρωδιά της πολυτέλειας που ανάδινε κάθε γωνιά του ατελιέ. Κοντευα τα πέντε, αλλά μπορούσα πια να ξεχωρίζω την κομψότητα και τα όμορφα ρούχα καθώς πέρναγαν από μπροστά μου, φορεμένα από τα μανεκέν…

…Με μάλωναν γιατί εξαφανιζόμουν κάτω από τόπια ύφασμα, ανάμεσα σε χιλιάδες καρφίτσες, ανάμεσα σε εκατοντάδες μικρά κουρελάκια μεταξωτά, δαντελένια, ταφτάδες και οργάντζες, με χρώματα παρμένα, -θαρρείς- απ΄ το ουράνιο τόξο.

Η βασίλισσα, οι πριγκίπισσες της χώρας, και οι κυρίες επί των Τιμών ήταν πελάτισσες εκείνου του οίκου, που φαίνεται ότι ικανοποιούσε στο ακέραιο το γούστο και τις επιλογές τους. Κανείς δεν αμφισβητούσε την αξία της `Εμμας. `Ολοι οι γνωστοί οίκοι ραπτικής, ξένοι και εγχώριοι, την αντιμετώπιζαν με σεβασμό για την επιμονή της στη λεπτομέρεια, στην ποιότητα, και ζήλευαν το άριστο κόψιμο στα ταγέρ και στα παλτά της.

Το πανηγύρι των επιδείξεων μόδας έφερνε στα σαλόνια της κυρίας `Εμμας αναμονή, ένταση, και έναν χαρούμενο ξεσηκωμό, που γοήτευε τις κυρίες του καλού κόσμου, και μαζί κέρδιζε τον θαυμασμό και τα συγχαρητήρια του ελληνικού και του ξένου Τύπου.