“- Μίλησε μου για το σπίτι, Τζορτζ, τον παρακάλεσε ο Λένι.
– Και βέβαια θα έχουμε το σπιτάκι μας, και ο καθένας μας την κάμαρά του. Μια σιδερένια ολοστρόγγυλη σομπούλα, και τον χειμώνα κάργα η φωτιά. Το κτηματάκι μας θα ‘ναι μικρό, γι’ αυτό θα πρέπει να δουλεύουμε γερά· ως έξι ώρες την ημέρα, μπορεί κι εφτά.
Δεν θα υπάρχει ανάγκη να δουλεύουμε έντεκα ώρες το μερόνυχτο για ν’ αλωνίζουμε αραποσίτι. Και ό,τι σπείρουμε, θα ξέρουμε πως η σοδειά θα είναι δική μας, από τη δική μας γη.
– Θα έχουμε και κουνέλια, είπε ζωηρά ο Λένι. Εγώ θα τα νοιάζομαι.
Τζορτζ, πες μου τι θα κάνω…”

Έχοντας μόνο ο ένας τον άλλο μέσα στη μοναξιά και στην αποξένωσή τους απ’ τον κόσμο, ο Τζορτζ και ο απλοϊκός φίλος του, Λένι, ονειρεύονται ένα δικό τους σπίτι, όπως κάνουν συχνά οι περιπλανώμενοι, Τελικά, βρίσκουν δουλειά σε ένα ράντσο στην κοιλάδα Σαλίνας, όμως οι ελπίδες τους είναι καταδικασμένες αφού ο Λένι έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρότητα, την παρανόηση και τη ζήλια, και γίνεται θύμα της ίδιας του της δύναμης.
Ο Τζον Στάινμπεκ στο “Άνθρωποι και ποντίκια” δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μέσα απ’ το δυνατό και συγκινητικό πορτρέτο δύο ανδρών που αγωνίζονται να κατανοήσουν τη δική τους μοναδική θέση στον κόσμο. Ένα έργο, όπου η μοναξιά, η ελπίδα, η φιλία, η αφοσίωση, η απώλεια, δίνουν με αριστοτεχνικό τρόπο το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής.