Από την Αυστραλία στην Ελλάδα του 1960

Βγήκαμε σε παλιές, γνώριμες γειτονιές: όλα σαν να ΄χανε μείνει έτσι, σε λήθαργο, και περιμένανε.

Κάθε πρωινό άνοιγα τα μάτια και λησμονούσα για λίγο τις αγωνίες μου. Έξω γαλάζιο· ένα γαλάζιο σαν κανένα άλλο σε χάρη, σε μαγεία. Ρούφαγα τον δικό μου αγέρα που μ΄ ανάστησε, με τόνωσε, και στέριωσε φτερούγες στα πλευρά μου, καλώντας με: “Μπρος, έλα, για το μεγάλο πέταγμα!”

Ορκιζόμουνα ειλικρίνεια· είχα ευθύνη. Ο Θεός μ΄ έδωσε στο χώμα της, θρέμμα από ελληνικό θρέμμα! Ήτανε μια προσευχή, μια υπόσχεση, να της γίνω χρήσιμη… Μόνο χρήσιμη… Ορκιζόμουνα ν΄αγαπώ τα παιδιά της, τη γη, την ψυχή της, γιατί τούτη η πατρίδα είναι ξεχωριστή πατρίδα… Μετά έκοβα έναν κλώνο βασιλικό, τον πέρναγα στ΄αυτί, και φώναζα με έξαρση, παθιασμένα, σ’ όλους, στα πάντα:

Καλημέρα! Καλημέρα σας!!! Και σήμερα είμαι χαρούμενη. Ξύπνησα στην Αθήνα!